- προσασφαλίζομαι
- ΜΑ [ἀσφαλίζομαι]καθιστώ κάτι ασφαλές για τον εαυτό μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσασφαλιζόμεθα — προσασφαλίζομαι make secure pres ind mp 1st pl προσασφαλίζομαι make secure imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)